Να ποια ήταν η πραγματική δημοκρατία
Ενώ όλος ο κόσμος ομιλεί για τη δημοκρατία που γεννήθηκε στην Ελλάδα, ελάχιστοι γνωρίζουν πώς λειτουργούσε. Το χειρότερο είναι πως σ’ αυτή την άγνοια συμμετέχουν οι πιό πολλοί νεοέλληνες συμπατριώτες μας. Ασφαλώς το κράτος μας με πρώτο το υπουργείο Παιδείας έχει την μεγάλη μερίδα της ευθύνης είτε εκούσια είτε ακούσια. Μα, την μεγίστη ευθύνη την έχουν τα κόμματα με τους επαγγελματίες πολιτικούς που δεν θέλουν και δεν επιτρέπουν στην επίσημη παιδεία να δώσει ολόκληρη την γνώση για την δημοκρατία δηλ. ποιά είναι , πώς δημιουργήθηκε, πώς λειτούργησε στους... αρχαίους χρόνους και πώς εξευτελίζεται στις ημέρες μας, με τους τίτλους, βασιλευομένη, προεδρική, κοινοβουλευτική, σοσιαλιστική κ.λ.π..
Τούτος, είναι ο λόγος που ποτέ στα ελληνικά σχολεία δεν εδιδάχθηκαν «τα πολιτικά» του Αριστοτέλη καθώς και το «Αθηναίων Πολιτεία». Ίσως τρομάζει τους επαγγελματίες της πολιτικής, η σκέψη, πως άν μάθουν οι Έλληνες ποιά είναι η πραγματική δημοκρατία θα μείνουν «άνεργοι» για πάντα. Τρέμουν στη σκέψη μηπως μάθουν οι Έλληνες πως στα χρόνια της δημοκρατίας, δεν υπήρχαν επαγγελματίες πολιτικοί, αλλά πολίτες που ασκούσαν ισότιμα πολιτική δηλ. σκέψη, συμμετοχή και έλεγχο στην διοίκηση της κοινωνίας.
Τότε υπήρχε πραγματική διάκριση των εξουσιών, βουλευτικής, εκτελεστικής και δικαστικής, ενώ τώρα, τα τρία πακέτα είναι σε ένα. Οι βουλευτές γίνονται υπουργοί όπως και ο πρωθυπουργός και το χειρότερο, διορίζονται και παύονται από τον ίδιο. Στα ψηφοδέλτια την τελευταία λέξη την έχει ο αρχηγός του κόμματος όπως και τον διορισμό στις άλλες κομματικές θέσεις. Το πλειοψηφών κόμμα, συνήθως μειοψηφών, με καλπονοθείες στηριγμένες σε νόμους που τους ψήφισαν προηγούμενες μειοψηφίες, κυβερνά την χώρα και τον λαό αποφασίζοντας για αυτόν και την χώρα, χωρίς αυτόν.
Η κυβέρνηση διορίζει τα ανώτερα κλιμάκια της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαστικής, που σημαίνει πως ο αρχηγός κόμματος πρωθυπουργός, είναι πανίσχυρος «αυτοκράτωρ» μέχρι της αντικατάστασής του από τον επόμενο αρχηγό του κόμματος του ή τον αρχηγό του άλλου κόμματος που θα τον διαδεχθεί στηριγμένο στους ίδιους πάντα ολιγαρχικούς και αντιδημοκρατικούς θεσμούς.
Ας δούμε, όμως, πως λειτουργούσε η δημοκρατική Βουλή στην αρχαία Αθήνα, για να έχουμε συγκρίσιμα μεγέθη. Οι βουλευτές αναδεικνύονταν κατά περιοχή με κλήρο και η θητεία των ήταν για ένα έτος μόνο. Κλήρωναν πάντα και ανάλογο αριθμό αναπληρωματικών. Πριν όμως ορκισθούν , τους πέρναγαν από «κόσκινο», δηλ. έλεγχο του δημόσιου και ιδιωτικού τους βίου. Ο έλεγχος γινόταν από την προηγούμενη Βουλή που απερχόταν. Φυσικά, και εκείνοι ελέγχονταν από κληρωτούς ορκωτούς ώστε να απέλθουν φτωχότεροι απ’ ότι εισήλθον.
Δικαίωμα στην κληρωτίδα είχε κάθε πολίτης που είχε συμπληρώσει τα 30 χρόνια ηλικίας και δεν είχε εκλεγεί άλλη φορά βουλευτής. Στην εκκλησία του δήμου που ήταν ανώτατη λαϊκή συνέλευση και εξουσία, συμμετείχαν όλοι οι πολίτες άνω των 20 ετών. Με τη διαφορά πως αυτοί που ήσαν από 20 έως 30 ετών ψήφιζαν αλλά δεν είχαν δικαίωμα να αγορεύουν και να εκλέγονται σε αξιώματα. Εκεί, λοιπόν, στην Εκκλησία του Δήμου, οι νέοι μάθαιναν την πολιτική, εκεί εκπαιδεύονταν πώς να βουλεύονται, να διοικούν και να δικάζουν. Οι βουλευτές τότε ορκίζονταν πως θα βουλεύουν σύμφωνα με τους νόμους και το δίκαιον και πληρώνονταν για κάθε συνεδρίαση της Βουλής. Το ημερομίσθιο δεν υπερέβαινε τα 15 ευρώ με τα σύγχρονα δεδομένα.
Επίσης κατά την διάρκεια της θητείας των δεν εστρατεύονταν. Ουδεμία σύγκριση με τους σημερινούς μισθούς, συντάξεις, χορηγίες, επιδόματα, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, κομματικές παροχές, έξοδα εκλογών, ταξίδια, ασφάλεις, αποσπασμένους υπαλλήλους, προσωπικές φρουρές και ορτινάντσες. Τότε κάθε βουλευτής που αδικούσε την πόλη δια εκφυλλοφορίας, δηλ. ψηφοφορίας φύλλων, του στερούσαν οι άλλοι βουλευτές αυτό το δικαίωμα και τη θέση τους την έπαιρνε αμέσως, ο πρώτος αναπληρωματικός. ¨Ολοι οι μόνιμοι υπάλληλοι της βουλής ήσαν μόνο πέντε (5), ένας κήρυκας, δύο ταμίες και δύο γραμματείς. Κάθε περιοχή είχε την προεδρία (πρυτανεία) μόνο για ένα μήνα, την εποχή του Κλεισθένη, και ο πρόεδρος των πρυτάνεων (επιστάτης) κληρούμενος είχε την εξουσία μόνον για μία ημέρα. Δηλαδή, ο αρχηγός του κράτους είχε εξουσία μιάς ημέρας !. Άς συγκρίνουμε τα σημερινά δυνητικά δέκα χρόνια του προέδρου της Δημοκρατίας.
Ως έδρα οι πρυτάνεις είχαν τον «Θόλο» στην αρχαία αγορά και σιτίζονταν δημοσία δαπάνη. Αυτοί συγκαλούσαν την εκκλησία του Δήμου όποτε θεωρούσαν αυτό αναγκαίο καθώς και την Βουλή.
Η Βουλή άλλοτε ήταν κλειστή (μυστική), αλλά συνήθως ήταν ανοιχτή για τους πολίτες να παρακολουθούν δια μέσου φράχτου. Είχε δικαίωμα επεξεργασίας νομοσχεδίων (προβουλεύματα), που τα έφερνε προς ψήφιση στην εκκλησία του Δήμου. Στη συνέχεια φρόντιζε για την γνωστοποίηση των νόμων και την εφαρμογή των. Το μόνο δικαστικό δικαίωμα που είχε ήταν να ακυρώσει το βουλευτικό αξίωμα όπως αναφέρθηκε και να επιβάλλει πρόστιμο κατά άρχοντος, κατόπιν εισαγγελικής κατηγορίας. Αξίζει να τονίσουμε πως αυτές οι δίκες τελείωναν το πολύ σε δύο ημέρες.
Η δύναμη του πολίτη στην πραγματική δημοκρατία φαινόταν στην εκκλησία του Δήμου. Μόνο εκεί ψηφίζονταν οι νόμοι από όλους τους πολίτες, καθώς εκεί είχαν δικαίωμα να εκφραστούν και να προτείνουν τροποποιήσεις στα νομοσχέδια, αλλά και να παρατείνουν νέους νόμους. Εάν όμως ο νόμος που πρότειναν ψηφιζόταν και στη συνέχεια αποδεικνυόταν άδικος στην πράξη, ετιμωρείτο ο εισηγητής δια αυστηρού προστίμου, φυλακής ή ακόμη και εκτελέσεως, δια της «γραφής των παρανόμων», εάν το έγκλημα εθεωρείτο βαρύτατο για τη χώρα (πόλη).
Επίσης εάν κάποιος για τρείς φορές έπεφτε στην «γραφή των παρανόμων» εθεωρείτο άτιμος και του απαγόρευαν στο εξής να συμβουλεύει τον Δήμο. Δια του τρόπου αυτού έβαζαν φραγμούς στους δημαγωγούς που δια της ρητορικής μπορούσαν να υφαρπάσουν την ψήφο του λαού. Αλλά αυτό το δικαίωμα «τις αγορεύειν βούλεται» παραμένει εις τους αιώνας, η μεγαλύτερη ανθρώπινη κατάκτηση της ελευθερίας του λόγου.
Τέλος η Εκκλησία του Δήμου ως ανώτατον όργανον εξουσίας είχε δικαίωμα αφαιρέσεως ή αποκαταστήσεως πολιτικών δικαιωμάτων. Ο εξοστρακισμός δηλ. δια οστράκων ψηφοφορία για άτομα επικίνδυνα για την Πόλη – Κράτος, ήταν αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων και εξορία ωρισμένου χρόνου, αλλά και ασφαλιστική δικλείδα για κάθε επίδοξο τύραννο.
Καιρός όμως, να περιγράψουμε με λίγα αλλά σαφή λόγια, το πώς λειτουργούσε η εκτελεστική εξουσία, στο Αθηναϊκό πρότυπο της Δημοκρατίας. Οι δημόσιες λειτουργίες ήσαν τακτικές και έκτακτες. Οι μόνιμοι και τακτικοί της εκτελεστικής εξουσίας ήσαν ελάχιστοι και εκλέγονταν συνήθως υπό των αρχόντων που ήταν κληρωτοί. Τακτικοί ήσαν όσοι είχαν ειδικές γνώσεις και εκλέγονταν για ένα έτος, αλλά μπορούσαν να επανεκλεγούν πολλές φορές. Φυσικά ελέγχονταν και πριν και μετά την θητεία των , όπως όλοι, όσοι έπαιρναν αξιώματα.
Έκτακτα αξιώματα όπως οι επιτροπίες εδίδονταν κατά δήμους για έκτακτες ανάγκες και οριζόταν ο χρόνος της εξουσίας περιωρισμένος και τακτός. Κανείς στην Δημοκρατία δεν είχε δικαίωμα να έχει δύο αξιώματα. Αρμοδιότητες διοικητικές της εκτελεστικής είχαν οι εννέα άρχοντες που αναδεικνύονταν δια κλήρου και ο πρεσβύτερος ήταν προϊστάμενος των αρχόντων, επώνυμος της πόλεως, δίνοντας το όνομά του, πρώτος στον κατάλογο των πολιτών.
Ο επώνυμος άρχοντας ήταν, θα λέγαμε σήμερα, υπουργός κοινωνικής πρόνοιας, γιατί επόπτευε τα προβλήματα των οικογενειών, φροντίδα παιδιών, γερόντων, αναπήρων, ορφανά, ατυχήματα κ.ά. όπως επιμέλεια εορτών. Ο δεύτερος άρχοντας που ελέγετο και βασιλειάς επέβλεπε τους θρησκευτικούς νόμους σχετικώς με τους πατρώους θεούς. Επιμελείτο των πομπών και των μυστηρίων και έβρισκε τους χορηγούς για τις τελετές και αγωνίσματα.
Τρίτος άρχοντας ήταν ο πολέμαρχος, ο οποίος στους πολέμους οδηγούσε το «δεξιόν κέρας», επόπτευε τις δίκες των μετοίκων και των απελευθέρων. Θα λέγαμε σήμερα ότι ήταν ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής. Οι υπόλοιποι έξι άρχοντες, πάντα κληρωτοί , λεγονταν και θεσμοθέτες καθώς και φρουροί των νόμων, έγραφαν τους νέους και διέγραφαν τους παλαιούς νόμους. Επίσης, μετά από έκκληση της Βουλής, έφερναν δημόσιες δίκες και όριζαν τα μεγάλα δικαστήρια και προήδρευαν σε αυτά, όπως εφέσεις, γραφές παρανόμων κ.ά.
Στην εκτελεστική εξουσία ανήκαν και οι αξιωματούχοι στρατιωτικοί που εκλέγονταν με χειροτονία δηλ. με ανάταση του χεριού. Η θητεία των ήταν ενός έτους αλλά είχαν το δικαίωμα να εκλεγούν πολλές φορές. Τέτοιοι στην Αθήνα ήσαν οι δέκα στρατηγοί όπως Περικλής, Φωκίων κτλ. καθώς δέκα ταξίαρχοι, λοχαγοί, ίππαρχοι, φύλαρχοι και δεκάδαρχοι. Όταν βρίσκονταν σε εξστρατεία και έληγε η ενιαύσια (ετήσια) θητεία των, έκαναν εκλογές και οι οπλίτες πολίτες ανέδειχναν τους νέους αξιωματούχους, έχοντας δικαίωμα όλοι να μετέχουν ισότιμα στην διεκδίκηση της εξουσίας.
Εάν, ο στρατηγός δεν προκαλούσε συνέλευση και εκλογές, τον κατηγορούσαν πως «καταστρατήγησε» την δημοκρατία. Κάποτε, ο Επαμεινώνδας της Θήβας, «καταστρατήγησε» και τιμωρήθηκε να καθαρίζει για ένα χρόνο τον Κάδμενο λόφο της Θήβας, παρά τις περιφανείς του νίκες στα Λεύκτρα και την Μαντηνεία.
Άλλοι της εκτελεστικής εξουσίας ήσαν δέκα ταμίες εκλεγμένοι από την εκκλησία του δήμου δηλ. το υπουργείο των οικονομικών. Επίσης, εκτελεστικοί ήσαν ένδεκα κληρωτοί πολιτικοί που είχαν την ευθύνη για την δημόσια τάξη, για τους καταχραστές, κλέφτες, βιαστές, δολοφόνους, χρεοφειλέτες και έδιναν εντολές στους δεσμοφύλακες. Ζητήματα που αφορούσαν το εμπόριο, την εντιμότητα, τη νοθεία, τις απάτες, την αισχροκέρδεια, τα διεκπεραίωναν δέκα αγρονόμοι κληρωτοί πάντα με ενιαύσια θητεία (ενός έτους). Άλλοι εκτελεστικοί ήσαν οι σιτοφύλακες που είχαν την επιμέλεια των δημητριακών και του άρτου και αυτοί ήσαν κληρωτοί.
Τέλος στην εκτελεστική εξουσία ανήκαν οι αστυνόμοι των περιοχών, οι γεωμόροι, μετρονόμοι αλλοθέτες κ.ά., όλοι δια κληρώσεως .
Στην Τρίτη Εξουσία των δικαστικών μετείχαν άπαντες οι πολίτες. Πρώτου βαθμού δικαστές ήσαν οι λεγόμενοι διαιτητές. Κληρώνονταν σε κάθε περιοχή πολίτες άνω των εξήντα (60) ετών. Άτομα κύρους και πείρας για να πραϋνουν τις αντιθέσεις των πολιτών, συνήθως ήσαν τρείς και να τυχαίνουν της κοινής αποδοχής των αντιδίκων. Αυτά τα δικαστήρια εθεωρούντο Ειρηνοδικεία.
Η δεύτερη κατηγορία δικαστών ήταν οι αρεοπαγίτες που δίκαζαν πράξεις βίας και τους φονιάδες. Το σώμα των αρεοπαγιτών ήταν μόνιμο και το συγκροτούσαν οι απερχόμενοι, κατ’έτος εννέα άρχοντες. Το αξίωμα ήταν ισόβιο και εθεωρείτο το επισημότερο. Τις δίκες στον Άρειο Πάγο τις εισήγαγε πάντα ο βασιλεύς που ήταν ένας εκ των εννέα αρχόντων. Τέλος το τρίτο και ανώτατο δικαστήριο ήταν της Ηλιαίας, πολυπληθές όπου μετείχαν όλοι οι πολίτες, όπως σήμερα οι ένορκοι. Έπειδή ήταν δύσκολο να μετέχουν όλοι σε κάθε δίκη, κληρώνονταν ο ένας στους δέκα με ικανό αριθμό αναπληρωματικών. Για να μετέχει κάποιος πολίτης στην κλήρωση για ορκωτός δικαστής, έπρεπε να είναι άνω των 30 ετών, καθώς να μη οφείλει στο δημόσιο και να μή έχει καταστεί άτιμος.
Το δικαστήριο της Ηλιαίας δίκαζε όλες τις μεγάλες ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις. Τις ιδιωτικές δίκες τις προκαλούσε ο έχων άμεσο συμφέρων, ενώ τις δημόσιες τις έφερε πάντα ο αρμόδιος άρχοντας. Η διεξαγωγή της δίκης γινόταν με την πρόσκληση του κατηγορουμένου υπό του ενάγοντος ενώπιον δύο μαρτύρων , και η αγωγή (μήνυση) δινόταν στον πρόεδρο του δικαστηρίου εγγράφως. Εάν ο κατηγορούμενος δεν παρίστατο δικαζόταν ερήμην. Όταν όμως εμφανιζόταν το δικαστήριο καλούσε να προκαταβάλει τα δικαστικά έξοδα ο κατήγορος και έφόσον δικαιωνόταν τα έπαιρνε από τον καταδικασθέντα. Αυτό απέτρεπε τις για «ψύλου πήδημα» μηνύσεις, αλλά εν επιβαρύνετο το κράτος με περιττά έξοδα.
Μετά την εισαγωγή της υποθέσεως ανηρτάτο ή δίκη σε πινάκιον (σανίδι), και κατά την ανάκριση ορκίζονταν οι αντίδικοι. Ο μεν ενάγων ότι θα κατηγορήσει με μόνον την αλήθεια, ο δε κατηγορούμενος ότι θα απολογηθεί δικαίως και τότε ο νόμος προέβλεπε τις αντιλογίες, διαμαρτυρίες, τις ενστάσεις, τους μάρτυρες κ.ά. Ποτέ όμως μια δίκη όσο μεγάλη και άν ήταν δεν ξεπερνούσε τις 15 ημέρες από την μήνυση μέχρι την λήξη της. Σήμερα στην κάλπικη δημοκρατία μας εκκρεμούν υποθέσεις άνω του εκατομμυρίου που όταν φτάνουν στο ακροατήριο ή έχουν πεθάνει οι αντίδικοι ή έχουν παραγραφεί τα αδικήματα.
Οι δικαστές κληρώνονταν λίγο πριν από τη δίκη ώστε να μη γνωρίζουν ούτε τον τόπο διεξαγωγής ούτε την υπόθεση. Έτσι έκριναν αμερόληπτα με βάση τα λεχθέντα από τους αντιδίκους. Οι αντίδικοι μιλούσαν οι ίδιοι και όχι μέσω δικηγόρων, γιαυτό υπήρχαν οι λογογράφοι (ρήτορες) που συνήθως έγραφαν τους λόγους που οι αντίδικοι απήγγειλαν.
Λογογράφοι μιλούσαν στις δίκες μόνον ως μάρτυρες συνήθως συγγενείς. Οι λόγοι των αντιδίκων καθώς και των μαρτύρων εχρονομετρούνταν με την περίφημη κλεψύθρα (υδρομετρητής). Ας σημειώσουμε πως την κλεψύθρα λόγω της αρχής της ισηγορίας την χρησιμοποιούσαν σε όλες τις συνεδριάσεις και συνελεύσεις. Η απόφαση των δικαστών έβγαινε, ύστερα από μυστική ψηφορία που γινόταν με δύο κάλπες όπου έριπταν τις αθωοτικές και καταδικαστικές ψήφους αντίστοιχα.
Ο κατηγορούμενος εάν εκρίνετο ένοχος η ποινή ήταν συνήθως αυστηρή από χρηματικό πρόστιμο, αειφυγίας (εξορία), δήμευση της περιουσίας, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά και της προσωπικής ελευθερίας. Εάν, όμως, ο κατήγορος, στην ψηφοφορία δεν συγκέντρωνε το 1/5 των ψήφων, τον τιμωρούσαν με πρόστιμο 1.000 δραχμών, υπέρογκο για την εποχή και του στερούσαν το δικαίωμα στο εξής να κάνει αγωγές. Έφεση, και τότε γινόταν, αλλά σπανίως, δηλ. μόνον για εκείνους που δικάζονταν ερήμην και για εκείνους που είχαν καταδικαστεί βάσει ψευδομαρτυριών.
Οι φόροι της δημοκρατίας ήσαν εφικτοί στην είσπραξη με απλούς και κατανοητούς νόμους λ.χ. 2% για κάθε εισαγωγή και εξαγωγή των εμπορευμάτων, 1% στο χονδρεμπόριο εντός της χώρας, λιμενικόν τέλος ναυλοχίας (φόρος εφοπλιστών), και ειδικόν τέλος εισιτηρίων. Επίσης το μετοίκιον,
δηλ. φόρος παραμονής των επισκεπτών και των οικονομικών μεταναστών, καθώς και το ξενικόν, φόρος για την άσκηση εργασίας των μετοίκων (ξένων) . Βεβαίως απαλλάσετο παντός φόρου ο κερδίζων πολιτικό άσυλο εν ονόματι του υπέρτατου δικαστού Ξενίου Διός.
Φόρο πλήρωναν ακόμη και οι ιερόδουλες το λεγόμενον πορνικόν. Το κράτος της δημοκρατίας είχε έσοδα από τις ενοικιάσεις μεταλλείων, ορυχείων, σημοσίων κτημάτων, ναών, κτιρίων, θεάτρων κ.ά.. ‘Ολα αυτά ελέγονταν δημόσιαι πρόσοδοι. Το δημόσιο ταμείο επίσης εισέπρατε από τις καταβολές και τα πρόστιμα των δικών και επιβαλλομένων προστίμων της Βουλής. Τέλος ο συμμαχικός φόρος αυτών των πόλεων που απαλλάσονταν της στρατεύσεως. Το σπουδαιότερο όμως έσοδο του κράτους προήρχετο από τους πλουσίους και εδίδετο με την μορφή της χορηγίας.
Το ύψος της χορηγίας το καθόριζαν οι άρχοντες της κάθε περιοχής και αν κάποιος ένοιωθε πως αδικείτο του πρότειναν να κάνει ανταλλαγή περιουσίας με τον επόμενο. Οι χορηγοί ανελάμβαναν τα έξοδα των εορτών, του θεάτρου, της μουσικής, των ορχηστρικών και αθλητικών αγώνων. Αυτοί έτρεφαν τους ηθοποιούς, τους χορευτές, μουσικούς και τους δασκάλους των. Χορηγοί ήσαν επίσης αυτοί που δαπανούσαν για τις γυμνασιαρχίες δηλ., την τροφή και γενικώς τα έξοδα των λαμπαδηδρόμων και των αθλητών στα δημόσια γυμναστήρια.
Χορηγοί για τα έξοδα εστιάσεως στις μεγάλες εορτές . Επίσης είχαν θεσμοθετήσει και έκτακτες χρηματικές εισροές τις λεγόμενες εκούσιες επιδόσεις και τις εισφορές αναλόγως της περιουσίας, σε περιόδους μεγάλων κρατικών δυσκολειών (συνήθως πολέμων). Οι νέοι της μιάς και μοναδικής τριών βαθμίδων δημόσιας εκπαίδευσης μέχρι τα 18 τους υποχρεούντο να παρακολουθούν δωρεάν και χορηγούμενοι συμβολικά δια χρηματικού ποσού από τις δαπάνες των ευπόρων πολιτών. Μετά τα 18 τους είχαν όλοι δικαίωμα να μετέχουν στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια γιατί θεωρούσαν την μόρφωση δια βίου ανάγκη. Το μεγαλύτερο όμως πανεπιστήμιο των νέων ήταν η δεκαετής συμμετοχή των στην εκκλησία του δήμου κυρίως ως ακροατές.
Επιπρόσθετα η 2ετής υποχρεωτική εκπαίδευσή των από τα 18 έως τα 20 στα στρατιωτικά και γενικότερα στα θέματα υπεράσπισης της δημοκρατίας και της πατρίδας. Τα 2 αυτά χρόνια μάθαιναν τις στρατιωτικές τέχνες, την ομαδικότητα, την αλληλεγγύη, την μετεωρολογία, την γεωγραφία και τους κανόνες της αυτάρκειας για την επιβίωσή τους σε χαλεπούς καιρούς. Η πολιτεία έχτιζε άνδρες που αυτή θα ήσαν τα τείχη της πόλης και τα κουπιά στις τριήρεις. Σήμερα η άγνοια και η μαλθακότητα των νέων είναι εξόφθαλμη. Ακόμη και η απλή αναπαραγωγή των καθίσταται αδύνατος, σε συνθήκες ανεργίας, εθνικής υποταγής, διάλυσης του παραγωγικού ιστού, ανεξέλεγκτης εισροής παρείσακτων και αντιλαϊκού κράτους.
Στην πραγματική δημοκρατία ποτέ δεν αναστέλονταν τα ανθρώπινα δικαιώματα όποιος το έκανε εθεωρείτο τύραννος... και τιμούσαν τους τυραννοκτόνους. Σήμερα στη κοινοβουλευτική «δημοκρατία» με το άρθ.48 παραγρ. 1 του συντάγματος δίνεται η δυνατότητα στην εκάστοτε (συνήθως μειοψηφούσα) κυβέρνηση να αναστέλλει τα άρθ. 5,6,8,9, 11 και 12 που αναφέρονται στα δικαιώματα των προσωπικών ελευθεριών των πολιτών.
Επίσης μπαίνουν στο γύψο τα άρθρα 4, 14, 19, 22 καθώς και τα άρθρα 3, 23, 96, και 97. ΄Ετσι όταν τα βρεί σκούρα με κάποιους απεργούς αμέσως βάζει εμπρός τον μηχανισμό της επιστράτευσης χωρίς καμιά δημοκρατική συστολή. Οι συναινετικές πολιτικές που διαλαλούν είναι συνήθως αθύρματα (παίγνια) της ολιγαρχικής δολιοτητάς των. Στην δημοκρατία που τα περισσότερα αξιώματα δίδονται με κλήρο δεν έχουν δικαίωμα οι τίμιοι και ικανοί να μη κυβερνούν. Αντίθετα εμποδίζονται δια των νόμων οι ανίκανοι, οι κλέφτες και οι πονηροί. Ενώ τώρα κυβερνούν οι ίδιοι και οι ίδιες οικογένειες κληρονομικά, λεηλατώντας τον δημόσιο πλούτο, υποθηκεύοντας την χώρα στους έξωθεν προστάτες των, τρομοκρατώντας τον λαό με αρρώστιες, με ακραία καιρικά φαινόμενα, με πολέμους, με χρεωκοπίες, ασητείες , και άλλες δυστυχίες.
Αντίθετα, η Δημοκρατία ανεβάζει το φρόνημα του λαού, τον εμψυχώνει, του δίνει ελπίδα και δύναμη, τον προτρέπει σε έργα δημιουργικά και προσοδοφόρα. Τον συνδέει με τη γή του, τα δένδρα του , τα ποτάμια και τις θάλασσές του. Κάποτε οι Αθηναίοι εξέλεξαν κάποιον Ερμεία για στρατηγό που ήταν πάμπτωχος. Η πόλη όμως φρόντισε για την σίτιση της οικογενείας του αλλά και για τα δικά του έξοδα. Άρα η πρόγονοί μας δημιουργοί των δημοκρατικών κανόνων γνώριζαν πως όλοι πρέπει να άρχουν και να άρχονται εναλλάξ. Είχαν στο νού τους πως η κλήρωση ήταν ο πιο δίκαιος τρόπος εκλογής των αξιωμάτων. Φρόντιζαν βέβαια να εκλέγουν τους ειδικούς όπου χρειάζονταν ειδίκευση και επιστήμη. Πίστευαν όμως ακράδαντα – και το εφάρμοζαν – πως δεν χρειάζεται μεγάλη διάρκεια των αξιωμάτων, γιατί αυτό δημιουργεί συνήθειες και επικίνδυνα κατεστημένα.
Είχαν μελετήσει πολύ καλά την ανθρώπινη φύση με τα ζωώδη ένστικτά της, της φιληδονίας, της απληστίας και της φιλοδοξίας. Γι’ αυτό βρήκαν μηχανισμούς κοινωνικής συμβίωσης που να εξουδετερώνουν αυτές τις επικίνδυνες τάσεις. Έβαλαν στο κέντρο της προσοχής των την μονάδα άνθρωπος, και την εκτίμησαν όσης αξίας, περιφρουρώντας την με θεσμούς (νόμους) που τους ονόμασαν ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Έτσι το πολιτικό σύστημα είχε την Εξουσία επι του οικονομικού συστήματος της αγοράς. Το πολιτικό σύστημα που έπαιρνε την δύναμή του άμεσα από το πλήθος (λάο) καθοδηγούσε και έλεγχε τις οικονομικές σχέσεις. Δεν καταργούσε την αγορά, ούτε την ατομική πρωτοβουλία και την ιδιοκτησία ούτε την τάση για το κέρδος και την φιλοδοξία.
Γιατί αν θα το έκαναν θα μετέτρεπαν το λαό σε άμορφη μάζα προς χρήση των πιό επικίνδυνων απατεώνων και καιροσκόπων. Η δημοκρατία όμως εξιοποιώντας όλες τις ατομικές ικανότητες και δυνατότητες είχε τον τρόπο και φυσικά την Έξουσία να αναδιανέμει τα εισοδήματα προς όφελος του συνόλου, ασκώντας δίκαιη οικονομική πολιτική κυρίως προστατεύοντας τους αδυνάτους . Αντίθετα η κοινοβουλευτική «δημοκρατία» θεοποιώντας την αγορά έχει βάλει εμπρός το κάρο και πίσω το άλογο. Το κουμάντο της πολιτικής δηλ. των αποφάσεων, του σχεδιασμού, της εφαρμογής και του ελέγχου, το έχει το οικονομικό σύστημα που το ονόμασαν καπιταλισμό.
Έτσι θέριεψε η εξουσία των πλουσίων σε βάρος των φτωχών, που για να καλύψουν την αδικία και το έγκλημα πλαστογράφησαν τους δημοκρατικούς κανόνες, με κάλπικες εκλογές που φαινομενικά τους νομιμοποιούν. Ο ολιγαρχικός τρόπος λειτουργίας του κράτους μας φανερώνεται από την πρόσφατη πλήρη υποταγή του στην «τρόϊκα» , δηλ. στην εξουσία των τραπεζοχρηματιστών της διεθνούς των τοκογλύφων.
Η μόνη ελπίδα του λαού μας για να απαλαχτεί από αυτή την θανάσιμη λαβίδα, είναι να αντλήση δυνάμεις από τις ρίζες μας, από την ιστορία μας, από τις πανάρχαιες κατακτήσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Η γνώση των κανόνων της Δημοκρατίας πρέπει να γίνει το ζητούμενο, να γίνει καθημερινή διεκδίκηση, αλλά και το μεγάλο χέρι που θα αφαιρέσει την μάσκα των εξουσιαστών. Τότε στις πρώτες εκλογές θα καταρεύσουν σαν χάρτινος πύργος και ο μηχανισμός καταστολής θα γίνει θηλειά στον λαιμό τους. Ένα είναι το σύνθημα ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ !
Τούτος, είναι ο λόγος που ποτέ στα ελληνικά σχολεία δεν εδιδάχθηκαν «τα πολιτικά» του Αριστοτέλη καθώς και το «Αθηναίων Πολιτεία». Ίσως τρομάζει τους επαγγελματίες της πολιτικής, η σκέψη, πως άν μάθουν οι Έλληνες ποιά είναι η πραγματική δημοκρατία θα μείνουν «άνεργοι» για πάντα. Τρέμουν στη σκέψη μηπως μάθουν οι Έλληνες πως στα χρόνια της δημοκρατίας, δεν υπήρχαν επαγγελματίες πολιτικοί, αλλά πολίτες που ασκούσαν ισότιμα πολιτική δηλ. σκέψη, συμμετοχή και έλεγχο στην διοίκηση της κοινωνίας.
Τότε υπήρχε πραγματική διάκριση των εξουσιών, βουλευτικής, εκτελεστικής και δικαστικής, ενώ τώρα, τα τρία πακέτα είναι σε ένα. Οι βουλευτές γίνονται υπουργοί όπως και ο πρωθυπουργός και το χειρότερο, διορίζονται και παύονται από τον ίδιο. Στα ψηφοδέλτια την τελευταία λέξη την έχει ο αρχηγός του κόμματος όπως και τον διορισμό στις άλλες κομματικές θέσεις. Το πλειοψηφών κόμμα, συνήθως μειοψηφών, με καλπονοθείες στηριγμένες σε νόμους που τους ψήφισαν προηγούμενες μειοψηφίες, κυβερνά την χώρα και τον λαό αποφασίζοντας για αυτόν και την χώρα, χωρίς αυτόν.
Η κυβέρνηση διορίζει τα ανώτερα κλιμάκια της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαστικής, που σημαίνει πως ο αρχηγός κόμματος πρωθυπουργός, είναι πανίσχυρος «αυτοκράτωρ» μέχρι της αντικατάστασής του από τον επόμενο αρχηγό του κόμματος του ή τον αρχηγό του άλλου κόμματος που θα τον διαδεχθεί στηριγμένο στους ίδιους πάντα ολιγαρχικούς και αντιδημοκρατικούς θεσμούς.
Ας δούμε, όμως, πως λειτουργούσε η δημοκρατική Βουλή στην αρχαία Αθήνα, για να έχουμε συγκρίσιμα μεγέθη. Οι βουλευτές αναδεικνύονταν κατά περιοχή με κλήρο και η θητεία των ήταν για ένα έτος μόνο. Κλήρωναν πάντα και ανάλογο αριθμό αναπληρωματικών. Πριν όμως ορκισθούν , τους πέρναγαν από «κόσκινο», δηλ. έλεγχο του δημόσιου και ιδιωτικού τους βίου. Ο έλεγχος γινόταν από την προηγούμενη Βουλή που απερχόταν. Φυσικά, και εκείνοι ελέγχονταν από κληρωτούς ορκωτούς ώστε να απέλθουν φτωχότεροι απ’ ότι εισήλθον.
Δικαίωμα στην κληρωτίδα είχε κάθε πολίτης που είχε συμπληρώσει τα 30 χρόνια ηλικίας και δεν είχε εκλεγεί άλλη φορά βουλευτής. Στην εκκλησία του δήμου που ήταν ανώτατη λαϊκή συνέλευση και εξουσία, συμμετείχαν όλοι οι πολίτες άνω των 20 ετών. Με τη διαφορά πως αυτοί που ήσαν από 20 έως 30 ετών ψήφιζαν αλλά δεν είχαν δικαίωμα να αγορεύουν και να εκλέγονται σε αξιώματα. Εκεί, λοιπόν, στην Εκκλησία του Δήμου, οι νέοι μάθαιναν την πολιτική, εκεί εκπαιδεύονταν πώς να βουλεύονται, να διοικούν και να δικάζουν. Οι βουλευτές τότε ορκίζονταν πως θα βουλεύουν σύμφωνα με τους νόμους και το δίκαιον και πληρώνονταν για κάθε συνεδρίαση της Βουλής. Το ημερομίσθιο δεν υπερέβαινε τα 15 ευρώ με τα σύγχρονα δεδομένα.
Επίσης κατά την διάρκεια της θητείας των δεν εστρατεύονταν. Ουδεμία σύγκριση με τους σημερινούς μισθούς, συντάξεις, χορηγίες, επιδόματα, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, κομματικές παροχές, έξοδα εκλογών, ταξίδια, ασφάλεις, αποσπασμένους υπαλλήλους, προσωπικές φρουρές και ορτινάντσες. Τότε κάθε βουλευτής που αδικούσε την πόλη δια εκφυλλοφορίας, δηλ. ψηφοφορίας φύλλων, του στερούσαν οι άλλοι βουλευτές αυτό το δικαίωμα και τη θέση τους την έπαιρνε αμέσως, ο πρώτος αναπληρωματικός. ¨Ολοι οι μόνιμοι υπάλληλοι της βουλής ήσαν μόνο πέντε (5), ένας κήρυκας, δύο ταμίες και δύο γραμματείς. Κάθε περιοχή είχε την προεδρία (πρυτανεία) μόνο για ένα μήνα, την εποχή του Κλεισθένη, και ο πρόεδρος των πρυτάνεων (επιστάτης) κληρούμενος είχε την εξουσία μόνον για μία ημέρα. Δηλαδή, ο αρχηγός του κράτους είχε εξουσία μιάς ημέρας !. Άς συγκρίνουμε τα σημερινά δυνητικά δέκα χρόνια του προέδρου της Δημοκρατίας.
Ως έδρα οι πρυτάνεις είχαν τον «Θόλο» στην αρχαία αγορά και σιτίζονταν δημοσία δαπάνη. Αυτοί συγκαλούσαν την εκκλησία του Δήμου όποτε θεωρούσαν αυτό αναγκαίο καθώς και την Βουλή.
Η Βουλή άλλοτε ήταν κλειστή (μυστική), αλλά συνήθως ήταν ανοιχτή για τους πολίτες να παρακολουθούν δια μέσου φράχτου. Είχε δικαίωμα επεξεργασίας νομοσχεδίων (προβουλεύματα), που τα έφερνε προς ψήφιση στην εκκλησία του Δήμου. Στη συνέχεια φρόντιζε για την γνωστοποίηση των νόμων και την εφαρμογή των. Το μόνο δικαστικό δικαίωμα που είχε ήταν να ακυρώσει το βουλευτικό αξίωμα όπως αναφέρθηκε και να επιβάλλει πρόστιμο κατά άρχοντος, κατόπιν εισαγγελικής κατηγορίας. Αξίζει να τονίσουμε πως αυτές οι δίκες τελείωναν το πολύ σε δύο ημέρες.
Η δύναμη του πολίτη στην πραγματική δημοκρατία φαινόταν στην εκκλησία του Δήμου. Μόνο εκεί ψηφίζονταν οι νόμοι από όλους τους πολίτες, καθώς εκεί είχαν δικαίωμα να εκφραστούν και να προτείνουν τροποποιήσεις στα νομοσχέδια, αλλά και να παρατείνουν νέους νόμους. Εάν όμως ο νόμος που πρότειναν ψηφιζόταν και στη συνέχεια αποδεικνυόταν άδικος στην πράξη, ετιμωρείτο ο εισηγητής δια αυστηρού προστίμου, φυλακής ή ακόμη και εκτελέσεως, δια της «γραφής των παρανόμων», εάν το έγκλημα εθεωρείτο βαρύτατο για τη χώρα (πόλη).
Επίσης εάν κάποιος για τρείς φορές έπεφτε στην «γραφή των παρανόμων» εθεωρείτο άτιμος και του απαγόρευαν στο εξής να συμβουλεύει τον Δήμο. Δια του τρόπου αυτού έβαζαν φραγμούς στους δημαγωγούς που δια της ρητορικής μπορούσαν να υφαρπάσουν την ψήφο του λαού. Αλλά αυτό το δικαίωμα «τις αγορεύειν βούλεται» παραμένει εις τους αιώνας, η μεγαλύτερη ανθρώπινη κατάκτηση της ελευθερίας του λόγου.
Τέλος η Εκκλησία του Δήμου ως ανώτατον όργανον εξουσίας είχε δικαίωμα αφαιρέσεως ή αποκαταστήσεως πολιτικών δικαιωμάτων. Ο εξοστρακισμός δηλ. δια οστράκων ψηφοφορία για άτομα επικίνδυνα για την Πόλη – Κράτος, ήταν αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων και εξορία ωρισμένου χρόνου, αλλά και ασφαλιστική δικλείδα για κάθε επίδοξο τύραννο.
Καιρός όμως, να περιγράψουμε με λίγα αλλά σαφή λόγια, το πώς λειτουργούσε η εκτελεστική εξουσία, στο Αθηναϊκό πρότυπο της Δημοκρατίας. Οι δημόσιες λειτουργίες ήσαν τακτικές και έκτακτες. Οι μόνιμοι και τακτικοί της εκτελεστικής εξουσίας ήσαν ελάχιστοι και εκλέγονταν συνήθως υπό των αρχόντων που ήταν κληρωτοί. Τακτικοί ήσαν όσοι είχαν ειδικές γνώσεις και εκλέγονταν για ένα έτος, αλλά μπορούσαν να επανεκλεγούν πολλές φορές. Φυσικά ελέγχονταν και πριν και μετά την θητεία των , όπως όλοι, όσοι έπαιρναν αξιώματα.
Έκτακτα αξιώματα όπως οι επιτροπίες εδίδονταν κατά δήμους για έκτακτες ανάγκες και οριζόταν ο χρόνος της εξουσίας περιωρισμένος και τακτός. Κανείς στην Δημοκρατία δεν είχε δικαίωμα να έχει δύο αξιώματα. Αρμοδιότητες διοικητικές της εκτελεστικής είχαν οι εννέα άρχοντες που αναδεικνύονταν δια κλήρου και ο πρεσβύτερος ήταν προϊστάμενος των αρχόντων, επώνυμος της πόλεως, δίνοντας το όνομά του, πρώτος στον κατάλογο των πολιτών.
Ο επώνυμος άρχοντας ήταν, θα λέγαμε σήμερα, υπουργός κοινωνικής πρόνοιας, γιατί επόπτευε τα προβλήματα των οικογενειών, φροντίδα παιδιών, γερόντων, αναπήρων, ορφανά, ατυχήματα κ.ά. όπως επιμέλεια εορτών. Ο δεύτερος άρχοντας που ελέγετο και βασιλειάς επέβλεπε τους θρησκευτικούς νόμους σχετικώς με τους πατρώους θεούς. Επιμελείτο των πομπών και των μυστηρίων και έβρισκε τους χορηγούς για τις τελετές και αγωνίσματα.
Τρίτος άρχοντας ήταν ο πολέμαρχος, ο οποίος στους πολέμους οδηγούσε το «δεξιόν κέρας», επόπτευε τις δίκες των μετοίκων και των απελευθέρων. Θα λέγαμε σήμερα ότι ήταν ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής. Οι υπόλοιποι έξι άρχοντες, πάντα κληρωτοί , λεγονταν και θεσμοθέτες καθώς και φρουροί των νόμων, έγραφαν τους νέους και διέγραφαν τους παλαιούς νόμους. Επίσης, μετά από έκκληση της Βουλής, έφερναν δημόσιες δίκες και όριζαν τα μεγάλα δικαστήρια και προήδρευαν σε αυτά, όπως εφέσεις, γραφές παρανόμων κ.ά.
Στην εκτελεστική εξουσία ανήκαν και οι αξιωματούχοι στρατιωτικοί που εκλέγονταν με χειροτονία δηλ. με ανάταση του χεριού. Η θητεία των ήταν ενός έτους αλλά είχαν το δικαίωμα να εκλεγούν πολλές φορές. Τέτοιοι στην Αθήνα ήσαν οι δέκα στρατηγοί όπως Περικλής, Φωκίων κτλ. καθώς δέκα ταξίαρχοι, λοχαγοί, ίππαρχοι, φύλαρχοι και δεκάδαρχοι. Όταν βρίσκονταν σε εξστρατεία και έληγε η ενιαύσια (ετήσια) θητεία των, έκαναν εκλογές και οι οπλίτες πολίτες ανέδειχναν τους νέους αξιωματούχους, έχοντας δικαίωμα όλοι να μετέχουν ισότιμα στην διεκδίκηση της εξουσίας.
Εάν, ο στρατηγός δεν προκαλούσε συνέλευση και εκλογές, τον κατηγορούσαν πως «καταστρατήγησε» την δημοκρατία. Κάποτε, ο Επαμεινώνδας της Θήβας, «καταστρατήγησε» και τιμωρήθηκε να καθαρίζει για ένα χρόνο τον Κάδμενο λόφο της Θήβας, παρά τις περιφανείς του νίκες στα Λεύκτρα και την Μαντηνεία.
Άλλοι της εκτελεστικής εξουσίας ήσαν δέκα ταμίες εκλεγμένοι από την εκκλησία του δήμου δηλ. το υπουργείο των οικονομικών. Επίσης, εκτελεστικοί ήσαν ένδεκα κληρωτοί πολιτικοί που είχαν την ευθύνη για την δημόσια τάξη, για τους καταχραστές, κλέφτες, βιαστές, δολοφόνους, χρεοφειλέτες και έδιναν εντολές στους δεσμοφύλακες. Ζητήματα που αφορούσαν το εμπόριο, την εντιμότητα, τη νοθεία, τις απάτες, την αισχροκέρδεια, τα διεκπεραίωναν δέκα αγρονόμοι κληρωτοί πάντα με ενιαύσια θητεία (ενός έτους). Άλλοι εκτελεστικοί ήσαν οι σιτοφύλακες που είχαν την επιμέλεια των δημητριακών και του άρτου και αυτοί ήσαν κληρωτοί.
Τέλος στην εκτελεστική εξουσία ανήκαν οι αστυνόμοι των περιοχών, οι γεωμόροι, μετρονόμοι αλλοθέτες κ.ά., όλοι δια κληρώσεως .
Στην Τρίτη Εξουσία των δικαστικών μετείχαν άπαντες οι πολίτες. Πρώτου βαθμού δικαστές ήσαν οι λεγόμενοι διαιτητές. Κληρώνονταν σε κάθε περιοχή πολίτες άνω των εξήντα (60) ετών. Άτομα κύρους και πείρας για να πραϋνουν τις αντιθέσεις των πολιτών, συνήθως ήσαν τρείς και να τυχαίνουν της κοινής αποδοχής των αντιδίκων. Αυτά τα δικαστήρια εθεωρούντο Ειρηνοδικεία.
Η δεύτερη κατηγορία δικαστών ήταν οι αρεοπαγίτες που δίκαζαν πράξεις βίας και τους φονιάδες. Το σώμα των αρεοπαγιτών ήταν μόνιμο και το συγκροτούσαν οι απερχόμενοι, κατ’έτος εννέα άρχοντες. Το αξίωμα ήταν ισόβιο και εθεωρείτο το επισημότερο. Τις δίκες στον Άρειο Πάγο τις εισήγαγε πάντα ο βασιλεύς που ήταν ένας εκ των εννέα αρχόντων. Τέλος το τρίτο και ανώτατο δικαστήριο ήταν της Ηλιαίας, πολυπληθές όπου μετείχαν όλοι οι πολίτες, όπως σήμερα οι ένορκοι. Έπειδή ήταν δύσκολο να μετέχουν όλοι σε κάθε δίκη, κληρώνονταν ο ένας στους δέκα με ικανό αριθμό αναπληρωματικών. Για να μετέχει κάποιος πολίτης στην κλήρωση για ορκωτός δικαστής, έπρεπε να είναι άνω των 30 ετών, καθώς να μη οφείλει στο δημόσιο και να μή έχει καταστεί άτιμος.
Το δικαστήριο της Ηλιαίας δίκαζε όλες τις μεγάλες ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις. Τις ιδιωτικές δίκες τις προκαλούσε ο έχων άμεσο συμφέρων, ενώ τις δημόσιες τις έφερε πάντα ο αρμόδιος άρχοντας. Η διεξαγωγή της δίκης γινόταν με την πρόσκληση του κατηγορουμένου υπό του ενάγοντος ενώπιον δύο μαρτύρων , και η αγωγή (μήνυση) δινόταν στον πρόεδρο του δικαστηρίου εγγράφως. Εάν ο κατηγορούμενος δεν παρίστατο δικαζόταν ερήμην. Όταν όμως εμφανιζόταν το δικαστήριο καλούσε να προκαταβάλει τα δικαστικά έξοδα ο κατήγορος και έφόσον δικαιωνόταν τα έπαιρνε από τον καταδικασθέντα. Αυτό απέτρεπε τις για «ψύλου πήδημα» μηνύσεις, αλλά εν επιβαρύνετο το κράτος με περιττά έξοδα.
Μετά την εισαγωγή της υποθέσεως ανηρτάτο ή δίκη σε πινάκιον (σανίδι), και κατά την ανάκριση ορκίζονταν οι αντίδικοι. Ο μεν ενάγων ότι θα κατηγορήσει με μόνον την αλήθεια, ο δε κατηγορούμενος ότι θα απολογηθεί δικαίως και τότε ο νόμος προέβλεπε τις αντιλογίες, διαμαρτυρίες, τις ενστάσεις, τους μάρτυρες κ.ά. Ποτέ όμως μια δίκη όσο μεγάλη και άν ήταν δεν ξεπερνούσε τις 15 ημέρες από την μήνυση μέχρι την λήξη της. Σήμερα στην κάλπικη δημοκρατία μας εκκρεμούν υποθέσεις άνω του εκατομμυρίου που όταν φτάνουν στο ακροατήριο ή έχουν πεθάνει οι αντίδικοι ή έχουν παραγραφεί τα αδικήματα.
Οι δικαστές κληρώνονταν λίγο πριν από τη δίκη ώστε να μη γνωρίζουν ούτε τον τόπο διεξαγωγής ούτε την υπόθεση. Έτσι έκριναν αμερόληπτα με βάση τα λεχθέντα από τους αντιδίκους. Οι αντίδικοι μιλούσαν οι ίδιοι και όχι μέσω δικηγόρων, γιαυτό υπήρχαν οι λογογράφοι (ρήτορες) που συνήθως έγραφαν τους λόγους που οι αντίδικοι απήγγειλαν.
Λογογράφοι μιλούσαν στις δίκες μόνον ως μάρτυρες συνήθως συγγενείς. Οι λόγοι των αντιδίκων καθώς και των μαρτύρων εχρονομετρούνταν με την περίφημη κλεψύθρα (υδρομετρητής). Ας σημειώσουμε πως την κλεψύθρα λόγω της αρχής της ισηγορίας την χρησιμοποιούσαν σε όλες τις συνεδριάσεις και συνελεύσεις. Η απόφαση των δικαστών έβγαινε, ύστερα από μυστική ψηφορία που γινόταν με δύο κάλπες όπου έριπταν τις αθωοτικές και καταδικαστικές ψήφους αντίστοιχα.
Ο κατηγορούμενος εάν εκρίνετο ένοχος η ποινή ήταν συνήθως αυστηρή από χρηματικό πρόστιμο, αειφυγίας (εξορία), δήμευση της περιουσίας, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά και της προσωπικής ελευθερίας. Εάν, όμως, ο κατήγορος, στην ψηφοφορία δεν συγκέντρωνε το 1/5 των ψήφων, τον τιμωρούσαν με πρόστιμο 1.000 δραχμών, υπέρογκο για την εποχή και του στερούσαν το δικαίωμα στο εξής να κάνει αγωγές. Έφεση, και τότε γινόταν, αλλά σπανίως, δηλ. μόνον για εκείνους που δικάζονταν ερήμην και για εκείνους που είχαν καταδικαστεί βάσει ψευδομαρτυριών.
Οι φόροι της δημοκρατίας ήσαν εφικτοί στην είσπραξη με απλούς και κατανοητούς νόμους λ.χ. 2% για κάθε εισαγωγή και εξαγωγή των εμπορευμάτων, 1% στο χονδρεμπόριο εντός της χώρας, λιμενικόν τέλος ναυλοχίας (φόρος εφοπλιστών), και ειδικόν τέλος εισιτηρίων. Επίσης το μετοίκιον,
δηλ. φόρος παραμονής των επισκεπτών και των οικονομικών μεταναστών, καθώς και το ξενικόν, φόρος για την άσκηση εργασίας των μετοίκων (ξένων) . Βεβαίως απαλλάσετο παντός φόρου ο κερδίζων πολιτικό άσυλο εν ονόματι του υπέρτατου δικαστού Ξενίου Διός.
Φόρο πλήρωναν ακόμη και οι ιερόδουλες το λεγόμενον πορνικόν. Το κράτος της δημοκρατίας είχε έσοδα από τις ενοικιάσεις μεταλλείων, ορυχείων, σημοσίων κτημάτων, ναών, κτιρίων, θεάτρων κ.ά.. ‘Ολα αυτά ελέγονταν δημόσιαι πρόσοδοι. Το δημόσιο ταμείο επίσης εισέπρατε από τις καταβολές και τα πρόστιμα των δικών και επιβαλλομένων προστίμων της Βουλής. Τέλος ο συμμαχικός φόρος αυτών των πόλεων που απαλλάσονταν της στρατεύσεως. Το σπουδαιότερο όμως έσοδο του κράτους προήρχετο από τους πλουσίους και εδίδετο με την μορφή της χορηγίας.
Το ύψος της χορηγίας το καθόριζαν οι άρχοντες της κάθε περιοχής και αν κάποιος ένοιωθε πως αδικείτο του πρότειναν να κάνει ανταλλαγή περιουσίας με τον επόμενο. Οι χορηγοί ανελάμβαναν τα έξοδα των εορτών, του θεάτρου, της μουσικής, των ορχηστρικών και αθλητικών αγώνων. Αυτοί έτρεφαν τους ηθοποιούς, τους χορευτές, μουσικούς και τους δασκάλους των. Χορηγοί ήσαν επίσης αυτοί που δαπανούσαν για τις γυμνασιαρχίες δηλ., την τροφή και γενικώς τα έξοδα των λαμπαδηδρόμων και των αθλητών στα δημόσια γυμναστήρια.
Χορηγοί για τα έξοδα εστιάσεως στις μεγάλες εορτές . Επίσης είχαν θεσμοθετήσει και έκτακτες χρηματικές εισροές τις λεγόμενες εκούσιες επιδόσεις και τις εισφορές αναλόγως της περιουσίας, σε περιόδους μεγάλων κρατικών δυσκολειών (συνήθως πολέμων). Οι νέοι της μιάς και μοναδικής τριών βαθμίδων δημόσιας εκπαίδευσης μέχρι τα 18 τους υποχρεούντο να παρακολουθούν δωρεάν και χορηγούμενοι συμβολικά δια χρηματικού ποσού από τις δαπάνες των ευπόρων πολιτών. Μετά τα 18 τους είχαν όλοι δικαίωμα να μετέχουν στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια γιατί θεωρούσαν την μόρφωση δια βίου ανάγκη. Το μεγαλύτερο όμως πανεπιστήμιο των νέων ήταν η δεκαετής συμμετοχή των στην εκκλησία του δήμου κυρίως ως ακροατές.
Επιπρόσθετα η 2ετής υποχρεωτική εκπαίδευσή των από τα 18 έως τα 20 στα στρατιωτικά και γενικότερα στα θέματα υπεράσπισης της δημοκρατίας και της πατρίδας. Τα 2 αυτά χρόνια μάθαιναν τις στρατιωτικές τέχνες, την ομαδικότητα, την αλληλεγγύη, την μετεωρολογία, την γεωγραφία και τους κανόνες της αυτάρκειας για την επιβίωσή τους σε χαλεπούς καιρούς. Η πολιτεία έχτιζε άνδρες που αυτή θα ήσαν τα τείχη της πόλης και τα κουπιά στις τριήρεις. Σήμερα η άγνοια και η μαλθακότητα των νέων είναι εξόφθαλμη. Ακόμη και η απλή αναπαραγωγή των καθίσταται αδύνατος, σε συνθήκες ανεργίας, εθνικής υποταγής, διάλυσης του παραγωγικού ιστού, ανεξέλεγκτης εισροής παρείσακτων και αντιλαϊκού κράτους.
Στην πραγματική δημοκρατία ποτέ δεν αναστέλονταν τα ανθρώπινα δικαιώματα όποιος το έκανε εθεωρείτο τύραννος... και τιμούσαν τους τυραννοκτόνους. Σήμερα στη κοινοβουλευτική «δημοκρατία» με το άρθ.48 παραγρ. 1 του συντάγματος δίνεται η δυνατότητα στην εκάστοτε (συνήθως μειοψηφούσα) κυβέρνηση να αναστέλλει τα άρθ. 5,6,8,9, 11 και 12 που αναφέρονται στα δικαιώματα των προσωπικών ελευθεριών των πολιτών.
Επίσης μπαίνουν στο γύψο τα άρθρα 4, 14, 19, 22 καθώς και τα άρθρα 3, 23, 96, και 97. ΄Ετσι όταν τα βρεί σκούρα με κάποιους απεργούς αμέσως βάζει εμπρός τον μηχανισμό της επιστράτευσης χωρίς καμιά δημοκρατική συστολή. Οι συναινετικές πολιτικές που διαλαλούν είναι συνήθως αθύρματα (παίγνια) της ολιγαρχικής δολιοτητάς των. Στην δημοκρατία που τα περισσότερα αξιώματα δίδονται με κλήρο δεν έχουν δικαίωμα οι τίμιοι και ικανοί να μη κυβερνούν. Αντίθετα εμποδίζονται δια των νόμων οι ανίκανοι, οι κλέφτες και οι πονηροί. Ενώ τώρα κυβερνούν οι ίδιοι και οι ίδιες οικογένειες κληρονομικά, λεηλατώντας τον δημόσιο πλούτο, υποθηκεύοντας την χώρα στους έξωθεν προστάτες των, τρομοκρατώντας τον λαό με αρρώστιες, με ακραία καιρικά φαινόμενα, με πολέμους, με χρεωκοπίες, ασητείες , και άλλες δυστυχίες.
Αντίθετα, η Δημοκρατία ανεβάζει το φρόνημα του λαού, τον εμψυχώνει, του δίνει ελπίδα και δύναμη, τον προτρέπει σε έργα δημιουργικά και προσοδοφόρα. Τον συνδέει με τη γή του, τα δένδρα του , τα ποτάμια και τις θάλασσές του. Κάποτε οι Αθηναίοι εξέλεξαν κάποιον Ερμεία για στρατηγό που ήταν πάμπτωχος. Η πόλη όμως φρόντισε για την σίτιση της οικογενείας του αλλά και για τα δικά του έξοδα. Άρα η πρόγονοί μας δημιουργοί των δημοκρατικών κανόνων γνώριζαν πως όλοι πρέπει να άρχουν και να άρχονται εναλλάξ. Είχαν στο νού τους πως η κλήρωση ήταν ο πιο δίκαιος τρόπος εκλογής των αξιωμάτων. Φρόντιζαν βέβαια να εκλέγουν τους ειδικούς όπου χρειάζονταν ειδίκευση και επιστήμη. Πίστευαν όμως ακράδαντα – και το εφάρμοζαν – πως δεν χρειάζεται μεγάλη διάρκεια των αξιωμάτων, γιατί αυτό δημιουργεί συνήθειες και επικίνδυνα κατεστημένα.
Είχαν μελετήσει πολύ καλά την ανθρώπινη φύση με τα ζωώδη ένστικτά της, της φιληδονίας, της απληστίας και της φιλοδοξίας. Γι’ αυτό βρήκαν μηχανισμούς κοινωνικής συμβίωσης που να εξουδετερώνουν αυτές τις επικίνδυνες τάσεις. Έβαλαν στο κέντρο της προσοχής των την μονάδα άνθρωπος, και την εκτίμησαν όσης αξίας, περιφρουρώντας την με θεσμούς (νόμους) που τους ονόμασαν ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Έτσι το πολιτικό σύστημα είχε την Εξουσία επι του οικονομικού συστήματος της αγοράς. Το πολιτικό σύστημα που έπαιρνε την δύναμή του άμεσα από το πλήθος (λάο) καθοδηγούσε και έλεγχε τις οικονομικές σχέσεις. Δεν καταργούσε την αγορά, ούτε την ατομική πρωτοβουλία και την ιδιοκτησία ούτε την τάση για το κέρδος και την φιλοδοξία.
Γιατί αν θα το έκαναν θα μετέτρεπαν το λαό σε άμορφη μάζα προς χρήση των πιό επικίνδυνων απατεώνων και καιροσκόπων. Η δημοκρατία όμως εξιοποιώντας όλες τις ατομικές ικανότητες και δυνατότητες είχε τον τρόπο και φυσικά την Έξουσία να αναδιανέμει τα εισοδήματα προς όφελος του συνόλου, ασκώντας δίκαιη οικονομική πολιτική κυρίως προστατεύοντας τους αδυνάτους . Αντίθετα η κοινοβουλευτική «δημοκρατία» θεοποιώντας την αγορά έχει βάλει εμπρός το κάρο και πίσω το άλογο. Το κουμάντο της πολιτικής δηλ. των αποφάσεων, του σχεδιασμού, της εφαρμογής και του ελέγχου, το έχει το οικονομικό σύστημα που το ονόμασαν καπιταλισμό.
Έτσι θέριεψε η εξουσία των πλουσίων σε βάρος των φτωχών, που για να καλύψουν την αδικία και το έγκλημα πλαστογράφησαν τους δημοκρατικούς κανόνες, με κάλπικες εκλογές που φαινομενικά τους νομιμοποιούν. Ο ολιγαρχικός τρόπος λειτουργίας του κράτους μας φανερώνεται από την πρόσφατη πλήρη υποταγή του στην «τρόϊκα» , δηλ. στην εξουσία των τραπεζοχρηματιστών της διεθνούς των τοκογλύφων.
Η μόνη ελπίδα του λαού μας για να απαλαχτεί από αυτή την θανάσιμη λαβίδα, είναι να αντλήση δυνάμεις από τις ρίζες μας, από την ιστορία μας, από τις πανάρχαιες κατακτήσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Η γνώση των κανόνων της Δημοκρατίας πρέπει να γίνει το ζητούμενο, να γίνει καθημερινή διεκδίκηση, αλλά και το μεγάλο χέρι που θα αφαιρέσει την μάσκα των εξουσιαστών. Τότε στις πρώτες εκλογές θα καταρεύσουν σαν χάρτινος πύργος και ο μηχανισμός καταστολής θα γίνει θηλειά στον λαιμό τους. Ένα είναι το σύνθημα ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ.ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΚΑΛΟ.....